προὔνεικα

προὔνεικα
προένεικα , προφέρω
bring before
aor ind act 1st sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προύνεικος — ὁ, ΜΑ, και προύνικος και προυνικός, Α 1. αυτός που έναντι αμοιβής μεταφέρει στο σπίτι τα όσα αγοράστηκαν στην αγορά 2. (ως ύβρις) ποταπός, ουτιδανός («τοὺς θορυβώδεις πάντας καὶ προυνίκους ὑποστέλλειν αὐτοῡ τῇ παρόδῳ», Διογ. Λαέρ.) 3. ως επίθ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”